ἀλογώδης

ἀλογώδης
ἀλογώδης, ες,
A irrational, v.l. Arist.Spir.481b27 ([comp] Comp.);

τὰ -έστερα ψυχῶν γένη Procl.in Cra.p.69

P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλογώδης — ἀλογώδης, ες (Α) [άλογος] αυτός που φαίνεται άλογος, ανόητος, παράλογος …   Dictionary of Greek

  • ἀλογώδη — ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλογώδης irrational masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλογώδης irrational masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογῶδες — ἀλογώδης irrational masc/fem voc sg ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογωδέστερα — ἀλογώδης irrational neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”